- δόκιμος
- -η, -ο (AM δόκιμος, -ον)εκείνος τού οποίου η αξία ή η ικανότητα έχει δοκιμαστεί, κριθεί και αναγνωριστεί («δόκιμος πολιτικός, ποιητής, πολεμιστής κ.λπ.»)μσν.- νεοελλ.1. αυτός που διέρχεται το στάδιο τής προπαρασκευής και τής δοκιμασίας, μαθητευόμενος2. υποψήφιος μοναχός κατά τη διάρκεια τής δοκιμασίας πριν από την κουρά τουνεοελλ.1. φρ. «δόκιμη λέξη, φράση, σύνταξη κ.λπ.» — αυτή που απαντά σε καθιερωμένους συγγραφείς2. «δόκιμος αξιωματικός» — έφεδρος κατά τη διάρκεια τής φοίτησής του σε στρατιωτική σχολή ώσπου να ορκιστεί ως αξιωματικός3. το αρσ. ως ουσ. ο δόκιμοςα) δόκιμος αξιωματικόςβ) σπουδαστής τής Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, τού Πολεμικού Ναυτικού ή τών Σχολών τού Εμπορικού Ναυτικούαρχ.-μσν.δοκιμασμένος στην πίστημσν.κατάλληλος, ενδεδειγμένοςαρχ.1. αξιόπιστος2. ευπρόσδεκτος («δόκιμον ἔαρ», «δόκιμος ὕμνος»)3. μεγάλος, ονομαστός («δόκιμος ποταμός»).[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δοκ- τού δοκώ*].
Dictionary of Greek. 2013.